Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

п-ов Κριμαία

См. также в других словарях:

  • Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… …   Dictionary of Greek

  • Κριμαία — η χερσόνησος της Ν. Ρωσίας ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και την Αζοφική θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Κατσώνης, Λάμπρος — (Λιβαδειά 1752; – Κριμαία 1804). Πολέμαρχος. Η πολεμική δράση του κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους τροφοδότησε τα όνειρα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και συγκαταλέγεται στις σοβαρότερες επανασταστικές ενέργειες που έγιναν… …   Dictionary of Greek

  • Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …   Dictionary of Greek

  • κριμαϊκός — ή, ό [Κριμαία] αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην Κριμαία)«Κριμαϊκός πόλεμος») …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κρίντενερ-Βίτινγοφ, Βαρβάρα Ιουλιάνα — (Varvara Yuliana Kryudener, 1764 – Κριμαία 1824). Ρωσίδα λογία. Ήταν κόρη του μυστικοσύμβουλου Βίτινγοφ. Παντρεύτηκε τον βαρόνο φον Κρίντενερ, ο οποίος ήταν πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βενετία, αλλά μετά από λίγο καιρό χώρισε και εγκαταστάθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Χάζαροι — Τουρκική φυλή εγκατεστημένη Δ του Καυκάσου και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Οι X. είναι μια περίπτωση γειτονικού λαού του Βυζαντίου με τον οποίο η αυτοκρατορική διπλωματία κατόρθωσε να διατηρεί φιλικές σχέσεις, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση… …   Dictionary of Greek

  • Crimea — Autonomous Republic of Crimea Автономна Республіка Крим Автономная Республика Крым Qırım Muhtar Cumhuriyeti …   Wikipedia

  • Taurica — ( el. Ταυρίς, Ταυρίδα, la. Taurica) also known as Tauris , Taurida , Tauric Chersonese , and Chersonesus Taurica was the name of Crimea in Antiquity. Etymology of the name The Greeks named the region after its inhabitants, the Tauri. As the Tauri …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»